Κυριακή, Αυγούστου 27, 2006

To love somebody..


Χάραμα.
Σηκώθηκε απο τα τσαλακωμένα σεντόνια και χωρίς να κάνει θόρυβο πήγε στην κουζίνα. Εκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του και άνοιξε το παράθυρο..
Εξω ακόμη νύχτα με αμυδρό φώς πρός την ανατολή..
Φεγγοβολούσε μία φωτεινή πινακίδα σε ένα διαγώνιο κτίριο, πότε πράσινη, πότε κίτρινη.. Με το ένα μάτι στην αυγούλα, έψαξε στα τυφλά για το μπρίκι, τον καφέ, την ζάχαρη ενώ έβαζε το πρώτο τσιγάρο στα χείλη..
πρησμένα, απο τα χθεσινά..
ένα μειδίαμα τα αυλάκωσε, ........χαλάλι.
Μέχρι την Δευτέρα θα έχουν ξεπρηστεί, αν και θα έχει γούστο αν δεν έχουν, τα μάτια των συναδέλφων θα κυττούν, θα αναπολούν τα δικά τους, θα θυμώνουν που "δεν", ίσως και να λυπούνται που άφησαν τις ευκαιρίες.. Ο καφές έτοιμος, πηχτός με φουσκάλες και πετιμέζι..έτσι πρέπει μετά, να πάρει δυνάμεις..

Γυρίζει στο δωμάτιο. Απο τις γρίλιες μπαίνουν οι πρώτες φωτεινές πνοές, έχει ξεφύγει το σώμα απο τα σεντόνια, που σέρνονται στο χαλί, ένα χαλί σπαρμένο με ρούχα, παπούτσια, εσώρουχα εδώ και εκεί σαν χαρτοσακούλες παρμένες απο το κύμα.
Πάει κοντά, ξαπλώνει δίπλα και με το δάχτυλο ανατρέχει τα λοφάκια, τις κοιλάδες, τα βουνά, τις πεδιάδες, τις σπηλιές, τα δάση και τις ρωγμές..Το χέρι του εγκαταστάθηκε μετά τις περιπλανήσεις πάνω στον γλουτό.. σαν χάδι που έγινε βάρος
Απαίτηση
Ξύπνα
Γλυκοχαράζει και βιάζομαι να σε δοκιμάσω, όπως ο διψασμένος 10χρονος τη γρανίτα του μέσα στον καύσωνα,
βιάζομαι να τυλιχθώ στα μπράτσα σου όπως ο ξεχασμένος, όπως ο λυπημένος, όπως ο μοναχικός, όπως ο χαμένος
βιάζομαι να γίνω το καταφύγιο, ο βράχος που έχει μέσα κρέμα βανίλια ή και νουγκατίνα, ότι γέμιση θέλεις έχω, αρκεί να με αγκαλιάσεις.
βιάζομαι να αισθανθώ, να ελπίσω, να γευτώ, να τρεμουλιάσω, να ζαλιστώ, να βογγήξω, να ουρλιάξω.....

Ο ήλιος μπήκε για τα καλά και έρριξε τις απαραίτητες σκιές στα σώματα που ενωμένα στροβιλίζονταν στη δίνη του πάθους. Εκσταση.
Κι άλλο.

Μεσημέριασε. Πείνασαν και είπαν να βγούνε να τσιμπήσουνε κάτι. Περιμένοντας το ασανσέρ αγκαλιάστηκαν. Τότε άνοιξε η πόρτα δίπλα και ξεπρόβαλλε αναμαλλιασμένη η διαχειρίστρια. Φαινόταν άϋπνη - σίγουρα θα είχε στήσει αυτί, έκανε και άλλη δουλειά?
Τους είδε να φιλιούνται και γελώντας να μπαίνουν στο ασανσέρ.
Σταυροκοπήθηκε
"Παλιά φυλάγαμε τις κόρες και τις αδελφές μας απο τους μπήχτες, τώρα πρέπει να φυλάμε τους γιούς, τους αδελφούς και τους συζύγους μας!!!!"

7 σχόλια:

vasvoe είπε...

πολύ γαργαλιστικό το ποστ σου ;)

Ανώνυμος είπε...

Όμορφο, αρκετά όμορφο. Μου αρέσει ο τρόπος που περιγράφεις. Και η τελευταία ατάκα πρέπει να είναι αληθινή -- ακούγεται αληθινή...

-Sino.

Jason είπε...

Αυτό ήθελα να γράψω κι εγώ! Η τελευταία ατάκα ακούγεται πολύ αληθινή...

Marina είπε...

vasvoe, στο τέλος θα τα ονομάσω tales of the unexpected μόνο που βεβαίως δεν μπορώ γιατί ο τίτλος ανήκει στον Roald Dahl..

sino.s. banes, ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια..όντως την τελευταία ατάκα την άκουσα σε ένα καφενείο, μεταξύ δύο γυναικων που σχολίαζαν τα νεα ήθη!! Και στο ίδιο καφενείο, μου ήρθε η έμπνευση και έγραψα σε ένα σημειωματάριο την ιστορία.

jason :-)

Alexandra είπε...

χαχα, σούπερ!

Σικελια είπε...

Στενόμυαλοι φοβισμένοι άνθρωποι. Το χειρότερο είδος.

des είπε...

giati (mou) to kaneis auto touth thn ora? (ki exo mathei toso kala na zo kato apo tonous pseudaisthiseon..)
giati grafeis alhtheis?
giati grafeis thn Alhtheia?
giati grafeis gia to mono pragma gia to opoio mporei kaneis na pei (mono ston eauto tou) oti kati kerdise sth zoi tou?