Η κα Π είναι αδελφή της μητέρας μου. Οταν ήμουνα παιδί ήταν η αγαπημένη μου θεία, το ήξερα ότι με λάτρευε - ίσως γιατί δεν είχε παιδιά. Επαιζε μαζί μου και με είχε σαν παιδί της. Στα ταξείδια της μου κουβάλαγε τον ουρανό με τ' αστρα, τουλάχιστον για τα παιδικά μου μάτια και σταθμά. Πάντα είχα έτοιμη μία μεγάλη αγκαλιά για εκείνη και πάντα οι σχέσεις μας ήταν θαυμάσιες. Δεν μέναμε κοντά, αλλά βλεπόμασταν συχνά. Και η γλυκιά μας κοινή αγάπη, αστείρευτη.Αυτά όσο ήμουνα παιδί.
Στην εφηβεία τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Στο σπίτι μου είχα μεγάλα προβλήματα, τον μπαμπά μου κάτω με καρκίνο, τη μητέρα μου σαν φάντασμα κυκλοφορούσε, αργότερα πέθανε ο πατέρας μου και κατέρρευσε η μητέρα μου. Αραίωσαν οι επισκέψεις μου στη κα Π, ερχόταν εκείνη περισσότερο να βοηθήσει τη μαμά και τον μπαμπά μου. Πάντα όμως ήταν γλυκιά και καλή απέναντί μου. Τα πρώτα σύννεφα εμφανίσθηκαν όταν έγινα 16. Τότε άρχισε να μου μπαίνει λίγο για την επιλογή των φίλων μου, που ήταν τρελλόπαιδα σαν και εμένα. Ροκάδες, μυγγιάγγιχτοι, ψιλοκούκου, σπασίκλες αλλά με τεράστιες τάσεις φυγής.. Η κα Π ήθελε να σοβαρευτώ και να τα φτιάξω γρήγορα με ένα καλό παιδί ώστε μόλις τελειώσω το Λύκειο να παντρευτώ. Απέρριπτε την ιδέα να σπουδάσω, "τι να τα κάνεις τα γράμματα, έτσι κι αλλιώς αμα κάνεις παιδιά, σπίτι θα κάτσεις για να τα μεγαλώσεις". Ετσι άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις γιατί πέρασα στο πανεπιστημιο, δεν σοβάρεψα και όλους όσους μου έφερνε (γιούς φίλων της 35άρηδες+) τους απέρριπτα. Χωρίς να το θέλω γινόμουνα αιτία να τσακώνεται η κα Π με τον σύζυγό της που προσπαθούσε να της βάλει μυαλό "άστηνε Π μου, μη την καταπιέζεις, δέξου το ότι δεν θέλει δέσμευση", χάλια καταστάσεις δημιουργούντο με αποτέλεσμα να μη θέλω να πηγαίνω μαζί τους διακοπές, παρολλο που με καλούσαν όπως παλιά.
Οταν παντρεύτηκα τη πρώτη φορά, μετά το μεταπτυχιακό μου, η κα Π, ενθουσιάστηκε. Βρήκε τον πρώτο μου άντρα τον Α. πολύ του γούστου της. Ηταν όντως ευχάριστος, με πολύ καλές δημόσιες σχέσεις, κοσμικός και προπάντων βόρειος δλδ ξανθός, γαλανομάτης, ξένος, έκανε μπάμ απο τα 20 μέτρα. Οι σχέσεις τους απίθανα καλές, οι μεταξύ μας σχέσεις είχαν γίνει μάλλον ουδέτερες. Την αγαπούσα τη θεία μου, όχι όμως με τη λατρεία των παιδικών μου χρόνων. Η ανακοίνωση του διαζυγίου μου τη χτύπησε κατακούτελα. Δεν θα ξεχάσω τους λυγμούς της, να σκοτώνεται στη πόρτα μου, δάκρυα ποτάμια και παρακάλια, να κάνω τα στραβά μάτια και να μη τον χωρίσω. Σοκαρίστηκε όταν της είπα τους λόγους που χώριζα, ηταν άλλωστε οι λόγοι εντελώς ασυνήθιστοι, ακούς κάτι τέτοια στις εφημερίδες, αλλά εκείνο είναι άλλο, δεν συμβαίνει ποτέ σε εμάς..έτσι δεν είναι? Κόλωσε προσωρινά, μετά όμως ο συναισθηματισμός της υπερίσχυσε και ξανά με παρακαλούσε να μην τον διώξω. Εκεί γίναμε μαλλιά-κουβάρια γιατί της απαγόρευσα να ανακατεύεται στη ζωή μου. Η μάνα ήταν με το μέρος μου. Διαπίστωσα με τον κακό τρόπο πόσο εγωϊστρια ήταν, δεν την ένοιαζε αν κακοπερνάω αρκεί να κάνει το κέφι της με τον όμορφο σύζυγό μου. "Το κέφι της"; θα ρώταγε ένας αδαής. Να τον βλέπει, να βγαίνουν αγκαζέ έξω, να τον δείχνει στις φίλες της "κυττάχτε τι όμορφος που είναι ο άντρας της Μ" κλπ. Μπορεί και να της άρεσε, πού ξέρεις. Ποτέ δεν ρώτησα, ποτέ δεν έψαξα. Μαζί με το διαζύγιο, τα έσβησα όλα.
Οταν ξαναπαντρεύτηκα, στα δύο χρόνια, ποτέ δεν χώνεψε τον Κ, ίσως γιατί δεν είχε τα χρώματα του προηγούμενου, δεν ήταν ξανθός, δεν έκανε ρεβεράνσες, ήταν πιο straight forward, ίσως γιατί δεν μπορούσε να τον ελέγχει, δεν ήταν του χεριού της όπως ο άλλος που της τράβαγε χρήματα (όπως απεδείχθει) σιγά-σιγά άρχισε να τον αντιπαθεί μαζί με την οικογένειά του. Η μάνα μου ώς τότε είχε Αλτζχάϊμερ, έκανε ό,τι μπορούσε με τη πεθερά μου, την έβγαζε έξω, της μίλαγε, ήταν πολύ κυρία η μητέρα μου, τη βλέπανε ότι ήταν πολύ άρρωστη, κάνανε τα πεθερικά ότι μπορούσαν για αυτήν, της σύστησαν τους καλύτερους γιατρούς, μέχρι που πέθανε έιχε την καλύτερη ιατρική κάλυψη. Καλή τους ώρα, είναι πολύ καλοί άνθρωποι.
Η κα Π τους απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι, να μη τους βλέπει μπροστά της. Το ίδιο και εμένα. Οι σχέσεις μας χαλαρές, βλεπόμασταν αραιά και πού!
Μετά όμως χήρεψε. Και έμεινε μόνη, αρρώστησε άσχημα και με καλεσε να τη βοηθήσω. Και αυτό έκανα. Την πήρα κοντά μας, της νοικιάσαμε ένα σπίτι δίπλα μας, της προσφέραμε την καλύτερη περίθαλψη που είχαμε, γιατί στο σόι υπάρχουν πολλοί γιατροί. Πίστεψα για μια στιγμή ότι θα είχα κοντά μου ένα υποκατάστατο της χαμένης μου μάνας, τη θυμόμουνα τη κα Π με τα γλυκά χρώματα των παιδικών μου χρόνων. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πόσο έξω απο τη πραγματικότητα είμαι!! Και απορώ.
Απο τη πρώτη στιγμή φρόντισε να καταρρίψη τις όποιες προσδοκίες μου για συντροφικότητα, στοργή, αγάπη. Προσπάθησε να φέρει διχόνοια στο γάμο μου, να μας βάζει να τσακωνόμαστε, κουτσομπολιά για τους συγγενείς, εγώ να φεύγω τρέχοντας, κάθε τόσο μας χάλαγε τις διακοπές μας με κατά φαντασία αρρώστειες (τρέχτε πεθαίνω, τρέχτε έπεσα, τρέχτε κάνω αίμα) και βέβαια όταν γυρίζαμε πίσω τίποτα δεν είχε, συμπεριφορά κακομαθημένου παιδιού.
Αποτέλεσμα
Αχαριστία, καθημερινοί καυγάδες, με όλους βρίστηκε, με τη πεθερά γίνανε μαλλιά-κουβάρια, με τον πεθερό που ήθελε να την εξυπηρετήσει τον πεταξε με τις κλωτσιές έξω, με την αδελφή της πεθεράς σκοτωθήκανε, τους υπογραμμίζει ότι είναι υποδεέστεροι, μπανάλ, σκουπίδια, με εμένα η κάθε στιγμή είναι και ένα δράμα. Μόνο τον Κ υπολογίζει για την έχει γραμμένη, της βάζει τις φωνές και την έχει σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε. Τον βρίζει και τον καταριέται βέβαια πίσω απο τη πλάτη του. Η χειρότερα, τον βρίζει σε μένα.
Στην αρχή της αντιμίλαγα, που και που το κάνω ακόμη, στη πορεία όμως σταμάτησα. Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς. Εχει ραμολίρει, φως φανάρι. Εν τούτοις λέει φοβερά πράγματα για τους νεκρούς γονείς μου, δεν θέλω να ξέρω τίποτα απο το παρελθόν, αν ζούσαν να τα έλεγε μπροστά τους αλλά τότε δεν τολμούσε. Κάθε της λέξη και μπηχτή!
Και τώρα τι; Διαπίστωσα ότι μετά απο κάθε επαφή με τη κα Π, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα, σαν να με κατάβρεξαν με ένα μπουγέλο. Χειμώνα - καλοκαίρι. Νερά τρέχουν ακόμη και στις ρίζες των μαλλιών μου για όσο είμαι κοντά της, είτε στο δρόμο, είτε στο σπίτι.
Μόλις φύγω απο κοντά της, κάνω ένα ντούς και είμαι μιά χαρά. Το συζήτησα με κάποια γνωστή μου και είπε ότι είναι οργή. Που επειδή δεν κρατάω μέσα μου τέτοια αισθήματα, μου βγαίνει έξω σαν ποτάμια ιδρώτα. Και που ξεπλένονται εύκολα. Και που είναι να σαν μη συνέβησαν ποτέ.